Κάουνας

Κάουνας
(Kaunas). Πόλη (378.900 κάτ. το 2001) της Λιθουανίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κάουνο (8.170 τ. χλμ., 701.500 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Νέρις και Νέμαν, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή Βίλνιους-Καλίνινγκραντ. Ιδρύθηκε πιθανότατα τον 11o αι., ενώ ήδη από τον 14o αι. θεωρείτο σημαντικό κέντρο εμπορίου δημητριακών, ενώ συγχρόνως είχε μεγάλη στρατιωτική σημασία ως λιθουανικό φρούριο εναντίον των Τευτόνων ιπποτών. Το 1569 προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Πολωνίας και γνώρισε μια περίοδο μεγάλης άνθησης, όμως παράκμασε εξαιτίας των επανειλημμένων επιθέσεων της Ρωσίας· τελικά ενσωματώθηκε σε αυτήν έπειτα από τον τρίτο τεμαχισμό της Πολωνίας (1795). Αν και ήταν καλά οχυρωμένη, κατελήφθη από τους Γερμανούς το 1915. Δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Λιθουανίας μετά το Βίλνιους, ορίστηκε πρωτεύουσα της χώρας το 1920, όταν η παλιά πρωτεύουσα παραχωρήθηκε στην Πολωνία. Μετά την κατάληψη του Βίλνιους από τους Σοβιετικούς το 1939 το Κ. έγινε ξανά πρωτεύουσα το 1940. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το K. παρέμεινε από το 1941 έως το 1944 στα χέρια των Γερμανών· οι τελευταίοι αποδεκάτισαν τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης (που αποτελούσε το 30% των κατοίκων) και προκάλεσαν μεγάλες ζημιές κατά την υποχώρησή τους. Η οικονομία του Κ. βασίζεται στο εμπόριο (κυρίως δημητριακών και ζώων) και σε βιομηχανικές δραστηριότητες, κυρίως στους τομείς των μηχανών, της χημείας, της υφαντουργίας, των τροφίμων και της ξυλείας. Το K. είναι επίσης πολιτιστικό κέντρο, με πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1922, διάφορα ινστιτούτα (αγροτικό, διακοσμητικών τεχνών κ.ά.) και ωδείο. Το δημαρχείο της πόλης Κάουνας, στη Λιθουανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νέμαν — (λιθουαν. Nemunas, πολων. Niemen, γερμ. Memel). Ποταμός (937 χλμ.) της Ανατ. Ευρώπης που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα. Πηγάζει στη Λευκορωσία (μεταξύ Σλουσκ και Μινσκ), διαρρέει τη Γκρόντνο, διασχίζει το νότιο τμήμα της Λιθουανίας (της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντμαν, Έμα — (Emma Goldman, Κάουνας, Λιθουανία 1869 – Σικάγο 1940). Αμερικανίδα συγγραφέας και ακτιβίστρια, λιθουανοεβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Κόβνο (σημερινό Κάουνας) της Λιθουανίας και σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αγία… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Λεβινάς, Εμανουέλ — (Emmanuel Levinas, Κάουνας 1906 – Παρίσι 1995). Γάλλος φιλόσοφος και πανεπιστημιακός, λιθουανικής καταγωγής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Το 1928 συνέχισε με σπουδές φαινομενολογίας στο πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ, υπό την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”